πιστέψει

πιστέψει
(παρακείμ.)
cregut

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελένη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βλ. λ. Ελένη, Ωραία. 2. Κόρη της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη. 3. Κόρη της Κλυταιμνήστρας από τον Αίγισθο. Τη σκότωσε ο ετεροθαλής αδελφός της, Ορέστης. 4. Κόρη του Επιδαμνίου, που υπηρετούσε την Αφροδίτη ως… …   Dictionary of Greek

  • Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων …   Dictionary of Greek

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • ετυμολογία — Η ιστορία της μορφής και της σημασίας μιας λέξης μεταξύ δύο χρονικών στιγμών που έχουμε διαλέξει συμβατικά. Για να αντιληφθούμε την ιστορία και τα προβλήματα της επιστήμης της ε., ο καλύτερος τρόπος είναι να ερευνήσουμε τις διαδοχικές σημασίες… …   Dictionary of Greek

  • κακοπίστευτος — κακοπίστευτος, η, ον (Μ) δύσκολος να τόν πιστέψει κάποιος, δυσκολοπίστευτος, αμφισβητούμενος …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… …   Dictionary of Greek

  • φωκίων — (περίπου 397 – 318 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός της ολιγαρχικής παράταξης. Το 349 κέρδισε μια μάχη στις Ταμύνες της Ευβοίας κατά των Ευβοέων, που είχαν αποστατήσει, χωρίς όμως να πετύχει οριστικά αποτελέσματα. Μολονότι είχε πιστέψει… …   Dictionary of Greek

  • αμβλυόρνιθα ή αμβλύορνις — (amblyornis).Επιστημονική ονομασία γένους στρουθιομόρφων πουλιών της οικογένειας των πτιλονορυγχιδών. Τα πουλιά αυτά ζουν αποκλειστικά στη Νέα Γουινέα, σε υγρές, δασώδεις εκτάσεις. Μοιάζουν πολύ με τα παραδείσια πουλιά, αν και δεν έχουν τόσο… …   Dictionary of Greek

  • Αμέρικο Βεσπούτσι — (Amerigo Vespucci, Φλωρεντία 1454 – Σεβίλλη 1512). Ιταλός θαλασσοπόρος. Έως το 1499 ασχολήθηκε με το εμπόριο, για λογαριασμό του Φλωρεντινού τραπεζίτη και μεγαλέμπορου Λορέντσο ντι Πιερ Φραντσέσκο των Μεδίκων, ο οποίος τον είχε στείλει στο… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”